- ὑπερεπέτασε
- ὑπερπετάννυμιstretch overaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπερπετάννυμι — Α 1. εκτείνω, απλώνω κάτι πάνω από κάτι άλλο («παραπετάσματα ὑπὲρ αὐτῶν σηρικὰ ὑπερεπέτασε», Δίων Κάσσ.) 2. παθ. ὑπερπετάννυμαι αιωρούμαι πάνω από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + πετάννυμι «απλώνω, εκτείνω»] … Dictionary of Greek